απολιόρκητος

απολιόρκητος
η , ο [ος , ον ]
1) не осаждённый; 2) не могущий быть осаждённым, неприступный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απολιόρκητος" в других словарях:

  • ἀπολιόρκητος — impregnable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολιόρκητος — η, ο (AM ἀπολιόρκητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο απόρθητος νεοελλ. αυτός που δεν πολιορκήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ἀπολιόρκητον — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem acc sg ἀπολιόρκητος impregnable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολιορκήτοις — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολιορκήτου — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»